χωρητικῆς

χωρητικῆς
χωρητικός
able to contain
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουδετεροδύνωση — η (ραδιοηλ.) ο περιορισμός τής χωρητικής σύζευγης μεταξύ τών ηλεκτροδίων ανόδου και τού πλέγματος τών τριόδων ενισχυτριών λυχνιών υψηλής συχνότητας προς αποφυγή δημιουργίας ηλεκτρικών ταλαντώσεων, αλλ. εξουδετέρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”